Πληροφορίες

H Μονή Ρουσάνου βρίσκεται ανάμεσα στις μονές Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και Βαρλαάμ, στο δρόμο από το χωριό Καστράκι προς τα Μετεώρα. Είναι κτισμένη πάνω σε εντυπωσιακό κατακόρυφο στύλο και το κτιριακό της συγκρότημα καλύπτει ολόκληρο το πλάτωμα της κορυφής του απότομου βράχου, του οποίου φαίνεται σαν απόληξη φυσική. Ο προσκυνητής και επισκέπτης, από ’κει ψηλά, απολαμβάνει όλη τη μεγαλοπρέπεια και μαγεία του ανεπανάλητου μετεωρίτικου τοπίου και ο πιστός χριστιανός νιώθει, προς στιγμήν, μεταρσιωμένος και ανεβασμένος στα ουράνια, όπου βρίσκονται και αγάλλονται οι ψυχές των οσίων αναχωρητών και ερημιτών, οι οποίοι με την ασκητική βιοτή και τις πράξεις τους καθαγίασαν τους ευλογημένους αυτούς βράχους. Στ’ ανατολικά αντικρύζει κανείς τη Μονή τῆς Αγίας Τριάδος και του Αγίου Στεφάνου λίγο πιο μακριά, δυτικά τη Μονή Βαρλαάμ καί του Μεγάλου Μετεώρου πιο πέρα. Ολόγυρα απλώνεται το πέτρινο δάσος των αμέτρητων και γιγάντιων βράχων και στο βάθος οι ορεινοί όγκοι του Κόζιακα και της Πίνδου.

Η ανάβαση στη μονή, που παλιότερα γινόταν με ανεμόσκαλα, σήμερα γίνεται άνετα με σκαλοπάτια από τσιμέντο και δύο μικρές στερεές γέφυρες, που κατασκευάστηκαν το 1930 με δωρεά της καστρακινής Δάφνως Γ. Μπούκα, επί Μητροπλίτη Τρίκκης καί Σταγών Πολυκάρπου. Ήδη από το 1868, για την ευκολότερη και ασφαλέστερη ανάβαση στη μονή, επί ηγουμένου Γεδεών, είχε κατασκευαστεί ξύλινη γέφυρα, που αντικατέστησε τις επικίνδυνες ανεμόσκαλες.

Η Μονή Ρουσάνου, μετά την πρόσφατη, κατά τη δεκαετία του 1980, ριζική ανακαίνιση και αναστήλωσή της από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία της περιοχής (7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων), λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι, υπό τήν πνευματική προστασία και με τις πατρικές φροντίδες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Κυρίου Αλεξίου.

Από τις αρχές του αιώνα μας η μονή είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται και να ερημώνεται. Επί 20 σχεδόν χρόνια, και μέχρι το 1971 που πέθανε, ζούσε εκεί μόνη της η ευλαβική γερόντισσα από το Καστράκι, Ευσεβία.

Η αιτία της επωνυμίας της Μονής Ρουσάνου δεν είναι εξακριβωμένη. Διάφορες ερμηνείες έχουν προταθεί, οι περισσότερες από τις οποίες δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα. Πιθανότατα, η επωνυμία αυτή οφείλεται στον πρώτο οικιστή του βράχου ή στον κτίτορα του παλαιού αρχικού ναού.Η Μονή Ρουσάνου αναφέρεται με το όνομα αυτό σε επίσημα έγγραφα και κείμενα από την Τρίτη δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι και παλαιότερα ο βράχος ήταν γνωστός με την ονομασία αυτή.

Ο ιερομόναχος Πολύκαρπος Ραμμίδης, πρώην ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, στην ιστορία του για τα Μετέωρα (1882) γράφει ότι ο βράχος του Ρουσάνου κατοικήθηκε για πρώτη φορά το 1388 από κάποιον Ιερομόναχο Νικόδημο, συνοδευόμενο από το συνασκητή του Βενέδικτο. Οι πληροφορίες όμως αυτές δεν στηρίζονται σε καμιά ιστορική μαρτυρία και πηγή, και γι’ αυτό δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

Τη σημερινή οικοδομική του μορφή πήρε το μοναστήρι κατά τήν Τρίτη δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνα. Η μονή αποτελείται από ένα τριώροφο συγκρότημα, με το καθολικό και κελλιά στο ισόγειο και με δωμάτια υποδοχής, το αρχονταρίκι και άλλα κελλιά και βοηθητικούς χώρους στους ορόφους.

Επίσημο και μοναδικό ντοκουμέντο για την ανοικοδόμηση και τη γενικότερη ιστορία της Μονής Ρουσάνου είναι η διαθήκη των κτιτόρων της, των αυταδέλφων ιερομονάχων από τα Γιάννενα Ιωάσαφ και Μαξίμου. Πρόκειται για το υπ’ ἀριθ. 1465 ειλητό της Εθνικῆς Βιβλιοθήκης Αθηνών, γραμμένο σε περγαμηνή (διαστ. 0,47 x 0,40 μ.), το οποίο κατά το έτος 1882, μαζί με άλλα μετεωρικά χειρόγραφα, ευτυχώς όχι πολλά, κατ’ εντολή της τότε Κυβερνήσεως, αφαιρέθηκε από το μοναστήρι και μεταφέρθηκε στην Αθήνα.

Το κείμενο παρουσιάζει προς το τέλος μικρά χάσματα λόγω φθορας της περγαμηνής. Γι’ αυτό είναι ελλιπής η χρονολογία, η οποία όμως συμπληρώνεται με βεβαιότητα από άλλα εσωτερικά στοιχεία του κειμένου. Έτσι, συνδυάζοντας κανείς την αναγραφόμενη γ΄ ινδικτιώνα με τον μνημονευόμενο ως μακαρίτη πια, όταν γραφόταν η διαθήκη, μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα, αφού αυτός αναφέρεται ως «αρχιερατεύων τότε», συμπληρώνει τη χρονολογία και καταλήγει με ασφάλεια στο έτος 1545. Ο αναφερόμενος εδώ Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης και επίτροπος της επισκοπής Σταγών, η οποία εχήρευε τότε, ταυτίζεται αναμφίβολα με τον Βησσαρίωνα Β΄, το γνωστό άγιο ιεράρχη και κτίτορα της Μονής Δουσίκου, που εκλέχτηκε μητροπολίτης Λαρίσης το Μάρτιο του 1527 και πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου 1540.

Μετά το έτος 1540, που πέθανε ο Λαρίσης Βησσαρίων Β΄, γ΄ ινδικτιών αντιστοιχεί στο έτος 1545 καθώς και στο 1560.

Επειδή, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή, το Νοέμβριο του 1560, που τέλειωσε η τοιχογράφηση του καθολικου της μονής, ηγούμενος ήταν ο ιερομόναχος Αρσένιος, πρέπει να δεχτούμε ότι τό έτος αυτό δεν ζούσαν οι κτίτορες του μοναστηριού Ιωάσαφ και Μάξιμος. Επομένως μόνο το έτος 1545 απομένει ως η αναμφισβήτητη χρονολογία κατά την οποία συντάχτηκε η διαθήκη τους.

Έτσι λοιπόν οι Γιαννιώτες αδελφοί ιερομόναχοι Ιωάσαφ και Μάξιμος, μιμούμενοι το παράδειγμα των συμπατριωτών τους ιερομονάχων Νεκταρίου και Θεοφάνη των Αψαράδων, οι οποίοι από το 1510/11 ίχαν ήδη εγκατασταθεί στη λιθόπολη των Σταγών, ζήτησαν και έλαβαν την άδεια από τον τοποτηρητή της επισκοπής Σταγών μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα Β΄ και από τον ηγούμενο της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου να εγκατασταθούν και να μονάσουν σε κάποιο από τους βράχους των Μετεώρων. Τους παραχωρήθηκε τότε ο λίθος του Ρουσάνου. Αυτό συνέβη μετά το Μάρτιο του 1527 και πριν από τον Αύγουστο του 1529, διότι μόνο κατά το μικρό αυτό χρονικό διάστημα ο Βησσαρίων Β΄ Λαρίσης ασκούσε παράλληλα και τα καθήκοντα του τοποτηρητή της επισκοπής Σταγών. Ο καθορισμός του χρόνου ανόδου στο βράχο του Ρουσάνου των ιερομονάχων Ιωάσαφ και Μαξίμου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί συνδέεται άμεσα με την ιστορία και τη χρονολόγηση του καθολικού και των άλλων κτισμάτων της Μονής.

Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο κείμενο της διαθήκης τους, μόλις εγκαταστάθηκαν στο στύλο του Ρουσάνου, οι δύο αδελφοί ιερομόναχοι ανέπτυξαν εκεί ιδιαίτερη οικοδομική δραστηριότητα. Ανέκτισαν από τα θεμέλιά του το ερειπωμένο και αφανισμένο από τη φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη παλαιό καθολικό της μονής, το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και του έδωσαν τη μορφή που έχει σήμερα. Οικοδόμησαν κελλιά για τους μοναχούς καθώς και άλλους βοηθητικούς χώρους, εφοδίασαν το μοναστήρι τους με ιερά σκεύη, άμφια, χειρόγραφα βιβλία και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια, του εξασφάλισαν κτηματική περιουσία. Οργάνωσαν τη μονή σε αυστηρό κοινόβιο, τις τυπικές διατάξεις του οποίου περιέλαβαν στη διαθήκη τους, καθόρισαν τέλος τις σχέσεις και υποχρεώσεις της μονής και των μοναχών προς τον εκάστοτε επίσκοπο Σταγών και προς τον ηγούμενο της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, ο οποίος θα είχε μόνο πνευματική δικαιοδοσία και εποπτεία στη μονή. Όλοι οι ρουσανίτες μοναχοί ήταν υποχρεωμένοι, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαθήκης, να τηρούν απαρέγκλιτα τους όρους της ισοπολιτείας, της κοινοκτημοσύνης και της ακτημοσύνης. Ακόμη και συγγενείς των κτιτόρων, εάν κατέφευγαν να μονάσουν εκεί, δεν θα είχαν καμία απολύτως ιδιαίτερη και προνομιακή μεταχείριση.

Αφού λοιπόν οι ιερομόναχοι Ιωάσαφ και Μάξιμος ανέβηκαν στο βράχο του Ρουσάνου μεταξύ των ετών 1527 καί 1529, θα πρέπει να δεχτούμε ότι γύρω στα 1530 έκτισαν το σημερινό καθολικό και ορισμένα κελλιά καθώς και αλλους χώρους της μονής. Γιατί, φθάνοντας εκεί επάνω, δεν βρήκαν παρά μόνο ερείπια και χαλάσματα, όπως οι ίδιοι αφηγούνται στη διαθήκη τους, και έτσι ήταν υποχρεωμένοι και ναό να ανεγείρουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για τις λειτουργικές τους ανάγκες, και κελλιά να κτίσουν για τη στέγαση και τη διαμονή τους. Γι’ αυτό πιστεύομε πως δεν είναι σωστή η άποψη που γινόταν ως σήμερα δεκτή, ότι δηλαδή το καθολικό της μονής κτίστηκε λίγο πριν από το 1545, τη χρονολογία που συντάχθηκε η διαθήκη των κτιτόρων. Άλλωστε και από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης συνάγεται ότι είχε ήδη περάσει μακρό χρονικό διάστημα από την εγκατάσταση των δύο αδελφών ιερομονάχων στο βράχο, γιατί, όταν αναφέρονται στις μέχρι τότε αγαθές σχέσεις τους με τον ηγούμενο της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, σημειώνουν: «ὥς γε καί ἡμεῖς εἰρηνικῶς καί ἀσκανδαλίστως διήγομεν μετ’ αὐτοῦ ἀεί καί διά παντός», «καθώς βέβαια καί οἱ δικές μας σχέσεις μ’ αὐτόν ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν καί πάντοτε εἰρηνικές καί χωρίς σκάνδαλα».

Το καθολικό και εδώ είναι αγιορείτικου τύπου, όπως και των περισσοτέρων άλλων μετεωρικών μονών. Ο κυρίως ναός είναι σταυροειδής δικιόνιος, με τρούλλο στο κέντρο και τις δύο πλευρικές κόγχες, τους χορούς, αριστερά και δεξιά. Ο τρούλλος είναι πολυγωνικός, με μονόλοβα παράθυρα, και δεσπόζει με το ύψος του σε όλο το κομψό μοναστηριακό συγκρότημα. Το ιερό, για λόγους που επέβαλλε η διαμόρφωση του βράχου, είναι στραμμένο προς το βορρά. Ο εσωνάρθηκας (λιτή), πριν από τον κυρίως ναό, καλύπτεται ολόκληρος με μεγάλο ενιαίο θόλο.

Ο ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Όμως στη μονή εδώ με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και ευλάβεια τιμάται και πανηγυρίζεται και η μνήμη (4 Δεκεμβρίου), της Αγίας Βαρβάρας, με αθρόα συρροή των πιστών της περιοχής.

Η τοιχογράφηση του καθολικού έγινε επί ηγουμένου της μοής Αρσενίου, με δικά του έξοδα, το έτος 1560, σχεδόν 30 ολόκληρα χρόνια μετά την ανέγερση του μοναστηριού, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή στον κυρίως ναό, πάνω από την είσοδο που οδηγεί από το νάρθηκα προς αυτόν και κάτω από την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου:

+ ΙΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ  ΙΕΡΟΜΑΝΑΧΟΙΣ   ΚΑΙ   ΗΓΥΜΕΝΟΥ ΥΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

ΚΥΡΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ˙ ΕΠΙ ΕΤ(ΟΥΣ)..ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Κ΄˙ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΟΣ ΔΗΣ.

Η επιγραφή δεν παραδίδει το όνομα του ζωγράφου, ο οποίος όμως πρέπει να ήταν πολύ αξιόλογος, αφού η αγιογράφηση του κυρίως ναού και του νάρθηκα της μονής αυτής αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα τοιχογραφικά σύνολα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής κατά το β΄ μισό του ΙΣΤ΄ αιώνα. Οι τοιχογραφίες αυτές τεχνοτροπικά ανήκουν στην Κρητική Σχολή. Τόσο ο νάρθηκας όσο και ο κυρίως ναός είναι κατάγραφοι.

Τον βορεινό τοίχο του νάρθηκα, πάνω από την είσοδο προς τον κυρίως ναό, καλύπτει η επιβλητική και πολυπρόσωπη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας πάνω η Ετοιμασία του Θρόνου με τον Πρόδρομο και την Παναγία γονατισμένους αριστερά και  δεξιά και τον Χριτσό στην κορυφή κάτω στο ˙ κέντρο  τρεις άγγελοι,  από τους  οποίους  ο  μεσαίος κρατάει το ζυγό της δικαιοσύνης και ο πρώτος τρίαινα. Στο θόλο ιστορείται ο Παντοκράτορας και γύρω του τον περιβάλλουν «νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων», που τον υμνολογούν και τον δοξάζουν. Τις μεγάλες επιφάνειες των άλλων τοίχων του νάρθηκα καλύπτουν τα συνηθισμένα μαρτύρια αγίων (Γεωργίου, Δημητρίου, Νέστορα, Ευγενίου, Μαρδαρίου κ.ά.), καθώς και ολόσωμες μορφές αγίων, ασκητών και ερημιτών.

Στον κυρίως ναό, πάνω από την είσοδο, είκονίζεται η πολυπρόσωπη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δεξιά και αριστερά της πύλης στέκουν, φρουροί άγρυπνοι, ολόσωμοι και επιβλητικοί, οι Αρχάγγελοι των Άνω Δυνάμεων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Στον τρούλλο, όπως είναι καθιερωμένο, ιστορείται ο Παντοκράτορας. Στις πλευρικές κόγχες των χορών, υψηλά, εικονίζονται η Μεταμόρφωση και η Ἀνάσταση του Χριστού, ενώ πιο κάτω ολόσωμοι στρατιωτικοί άγιοι. Οι υπόλοιπες επιφάνειες των τοίχων είναι κατάγραφες με τις παραστάσεις του Δωδεκάορτου και με σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας. Ανάμεσα στούς άλλους εικονιζόμενους αγίους διακρίνονται και οι μεγάλοι μελωδοί της Εκκλησίας, ο άγιος Κοσμάς, «ἡ Θεόπνευστος κινύρα (=κιθάρα) τοῦ πνεύματος», και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ἡ εὔλαλος ἀηδών».

Στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα πρέπει να λειτούργησε εδώ, στη Μονή Ρουσάνου, βιβλιογραφικό εργαστήριο, με κύριο γνωστό κωδικογράφο, γύρω στα 1565, το ρουσανίτη ιερομόναχο Παρθένιο. Οι άλλοτε (μέχρι τό 1909) 50 περίπου κώδικες της μονής έχουν ενταχθεί και ανήκουν σήμερα στη συλλογή των χειρογράφων της Αγίας Τριάδος.

Κατά καιρούς η μονή χρησίμευσε ως καταφύγιο και άσυλο κατατρεγμένων ατόμων και οικογενειών κατά τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες του Ένθους. Έτσι, σύμφωνα με ενθύμηση του έτους 1757, στη μονή αυτή κατέφυγαν τότε πολλοί Τρικαλινοί, τους οποίους κατεδίωκε ο Τούρκος πασάς. Αλλά και στα 1897, μετά τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο, πολλές οικογένειες της Καλαμπάκας και του Καστρακίου ζήτησαν άσυλο και βρήκαν θαλπωρή και ασφάλεια στη φιλόξενη στέγη της Μονής Ρουσάνου.

Χάρτης