Πληροφορίες

Ιδρύθηκε από τους αδερφούς Μωϋση, Ααρών και Ιωάννη που κατάγονταν από την Αχρίδα, τον 9ο αι., επί Λέοντος Σοφού. Μια γλαφυρή παράδοση επεξηγεί το όνομα της μονής: επειδή οι κτητορές της διαφωνούσαν ως προς την αφιέρωση του μοναστηριού, άφησαν μια πλάκα στο Καθολικό και προσευχήθηκαν για το θαύμα. Η πλάκα βρέθηκε ζωγραφισμένη με τον Άγ. Γεώργιο «δια χειρός άγνωστου ζωγράφου».

Υπερασπίζοντας σθεναρά την ορθοδοξία, οι μοναχοί της παραδόθηκαν στην πυρά γιατί θέλησαν την ένωση των εκκλησιών επί Μιχαήλ Παλιολόγου ( 1276). Μετά την άλωση της Πόλης το μοναστήρι κόντεψε να ερημωθεί εντελώς. Στις αρχές του 18ου αι. μετά από χορηγίες μολδαβών, βρέθηκαν να οικούν σε αυτό αρκετοί Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι μοναχοί, αλλά από το 1845 επικράτησε το βουλγαρικό στοιχείο. Οι μοναχοί αυτοί δεν πήραν μέρος στο σχίσμα στο τέλος του 19ου αι. και ονομάστηκαν «βουλγαρορθόδοξοι».

Αργότερο η μονή έμπλεξε  στο κίνημα του παναλαβισμού, όταν εγκαταστάθηκε στα κελιά της ο βούλγαρος μοναχός Παϊσιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία του βουλγαρικού έθνους. Στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσεται το χειρόγραφο αυτό, ίσως το πιο σπούδαίο γραπτο κειμήλιο της ιστορίας του βουλγαρικού έθνους.

Η αχειροποίητος εικόνα του Αγ. Γεωργίου φυλάσσεται στο δεξί προσκυνητάρι του καθολικού της μονής. Λέγεται μάλιστα ότι ένας ολιγόπιστος επίσκοπος ακούμπησε το δάκτυλό του πάνω της κι εκείνο αποκόπηκε, πράγμα που φαίνεται κολλημένο στην εικόνα. Επίσης για την εικόνα της Παναγίας Ακαθίστου λέγεται ότι όταν επρόκειτο να επιτεθούν πειρατές, ένας από τους μοναχούς διάβαζε συνεχώς τον Ακάθιστο ενώπιον της Παναγίας, τους ειδιποίησε και έτσι γλίτωσαν.

Χάρτης