Πληροφορίες

Ο ναός της Παναγίας της Τήνου κτίστηκε σε σημείο όπου βρέθηκε εικόνα της Παναγίας, κατά τη θρησκευτική παράδοση, μετά από σχετικά οράματα της μοναχής Αγίας Πελαγίας. Η εικόνα ανακαλύφθηκε μετά από ανασκαφές στις 30 Ιανουαρίου 1823 και ενώ προηγήθηκαν ανασκαφές το 1822 που αποκάλυψαν τον αρχαίο ναό του Διονύσου και το ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Η είδηση της εύρεσης της εικόνας, κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821 θεωρήθηκε καλός οιωνός και το νησί επισκέφτηκαν για αυτό το λόγο οι  Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Νικηταράς και Μακρυγιάννης, ώστε  να προσκυνήσουν.

Μετά την εύρεση της εικόνας ακολούθησε η οικοδόμηση της εκκλησίας. Απαιτήθηκαν μεγάλες ποσότητες μαρμάρων, οι οποίες κατά κύριο λόγο μεταφέρθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο της γειτονικής Δήλου. Απαιτούνταν επίσης και μεγάλος αριθμός εργατών επεξεργασίας και τοποθέτησης μαρμάρων, αλλά κυρίως πολλά χρήματα, η έλλειψη των οποίων έφερνε πολλές φορές σε αμηχανία τους επιστάτες του έργου που δυσκολεύονταν να πληρώσουν στο τέλος της εβδομάδας, εργαζόμενους και υλικά. Η ολοκλήρωση του έργου οφείλεται στη σημαντική συνδρομή, σε εργασία και χρήμα, τόσο του τηνιακού λαού, όσο και χριστιανών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέχρι τα μέσα του 1832 είχε ανεγερθεί η ανατολική πτέρυγα του συγκροτήματος, το τμήμα ανατολικά του καμπαναριού και το τμήμα ανατολικά της κεντρικής εισόδου. Το σύνολο των εργασιών ανέγερσης ολοκληρώθηκε το 1880.

Ναός της Ζωοδόχου πηγής

Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας. Πρόκειται για τον Χώρο που βρέθηκε η εικόνα και πάνω στον οποίο κτίστηκε ο Ναός της Ευαγγελίστριας. Τρεις θολοσκέπαστες στοές παράλληλα συνεχόμενες αποτελούν τον κάτω Ναό. Οι στοές επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα (καμάρες) στους ενδιάμεσους τοίχους. Η πρώτη στοά είναι ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το αγίασμα και είναι ο ακριβής χώρος στον οποίο βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας.

Η μεσαία στοά χρησιμοποιείται κυρίως για τις βαπτίσεις. Στο μέσο της βρίσκονται τα ερείπια του πρωτοχριστιανικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τα ανασκαφές της Αγίας Εικόνας.

Στην τρίτη στοά βρίσκεται το βαπτιστήριο των αλλοθρήσκων.

Ναός της Ευαγγελίστριας

Ο ναός της Παναγίας της Τήνου είναι επιβλητικό οικοδόμημα από λευκό μάρμαρο, που αποτελεί το πρώτο αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο του απελευθερωμένου ελληνικού έθνους. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη Χώρα της Τήνου. Η επιλογή του ρυθμού της εκκλησίας είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Επικεφαλής της οικοδόμησης ήταν ένας σπουδαίος επιστήμονας της εποχής, ο Ευστράτιος Εμμανουήλ Καλονάρης, Τήνιος εγκατεστημένος στη Σμύρνη, από όπου και ονομάσθηκε «Σμυρναίος». Αυτός σχεδίασε τον ναό, μαζί με τα αρχικά του προσκτίσματα, το (πρώτο) καμπαναριό, τα αρχιτεκτονικά διακοσμήματα και διηύθυνε τις εργασίες.Ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του νησιού και εντάσσοντας σε αυτά καινοτομίες από τη δυτική και τη μικρασιατική παράδοση, δημιούργησε ένα μοναδικό οικοδόμημα, ειδικά σχεδιασμένο να δέχεται προσκυνητές.

Στα αριστερά της εισόδου από την κεντρική πύλη βρίσκεται το εικονοστάσι, στο οποίο φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας, η οποία είναι γεμάτη από αφιερώματα (τάματα) των πιστών, όπως και παντού στο εσωτερικό.

Τα τρία κλίτη διαχωρίζονται από δύο πεντάτοξες κιονοστοιχίες με τέσσερις ολόσωμες μαρμάρινες κολώνες η κάθε μία, που ξεκινούν από την πρόσοψη μέχρι το τέμπλο του ναού. Οι τρεις πόρτες της πρόσοψης, μία σε κάθε κλίτος, παρέχουν πρόσβαση στους προσκυνητές. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, στο κατώτερο μέρος του ξύλινο επίχρυσο και στο ανώτερο γύψινο με ξύλινα διαζώματα. Ακολουθεί το σχέδιο των υψηλών μεταβυζαντινών σχεδιαστών. Κατασκευάστηκε το 1825 από τον Φραγκίσκο Καναχίλη. Το Ιερό Βήμα βρίσκεται τρεις μαρμάρινες βαθμίδες ψηλότερα από τον κυρίως ναό, στο οποίο υπάρχουν τρεις κόγχες. Η κεντρική βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα, η ανατολική διαμορφώθηκε σε Αγία Τράπεζα προς τιμή της Ανάληψης του Κυρίου και η δυτική προς τιμή της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Ο Σμυρναίος ζωγράφος Χατζη-Λαμπρινός ιστόρησε τις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου (1824-1825). Ο ζωγράφος Ιωάννης Σιώτος υπογράφει την εικόνα της Μεταμορφώσεως και εικονίδια εορτών (1826), ο Φραγκίσκος Δεσίπρης από τον Τριπόταμο της Τήνου την Κοίμηση της Θεοτόκου στο αριστερό κλίτος (1840) και ο Ν. Γ.Αλβέρτης τους Αρχαγγέλους στις πλάγιες πύλες του ιερού (1858).

Ο ναός παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, εκτός από την κύρια όψη και το καμπαναριό. Σε επαφή με τα Δυτικά του Ναού, πριν τον 19ο αιώνα, βρίσκεται ο ναός του Τιμίου Προδρόμου. Το αρχικό καμπαναριό του ναού είχε ύψος 34 μ. και τέσσερα φανάρια. Οι δυνατοί βοριάδες που επικρατούν στο νησί όμως, υποχρέωσαν στην ανακατασκευή του για λόγους ασφαλείας. Το σημερινό είναι ύψους 29 μ. και έχει διατηρήσει την αρχική λίθινη βάση του, η οποία έχει περίπου το ίδιο ύψος με τον ναό και υψώνεται σε τρία μαρμάρινα διαμερίσματα (φανάρια) για να κορυφωθεί με τον σταυρό. Κατασκευαστής του ήταν ο Ιωάννης Φιλιππότης από τον Πύργο της Τήνου, ενώ τη μελέτη  και την επίβλεψη την  είχε ο Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος.

Από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας συστάθηκε αρχαιολογική συλλογή με ευρήματα από την Τήνο και τη Δήλο. Ανάλογη πρόνοια υπήρξε και για τους Εκκλησιαστικούς Θησαυρούς. Η αρχική εκείνη προσπάθεια εξελίχθηκε στα σημερινά μουσεία. Λειτουργεί  έκθεση εικόνων από το 1956, με παλαιές εικόνες που συγκέντρωσε το ίδρυμα από τους ενοριακούς ναούς της Τήνου, τις οποίες συντήρησε, αναδεικνύοντας την ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση του νησιού. Υπάρχουν επίσης εικόνες που αποτελούν αφιερώματα των πιστών από διάφορους τόπους, καθώς και ξυλόγλυπτα, χαρακτικά, και εκκλησιαστικά κειμήλια που συμπληρώνουν την έκθεση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή-Φεραίου, μία από τις 51 αυθεντικές που σώζονται (1797), το Πατριαρχικό σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', το δαχτυλίδι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αφιέρωμα του ιδίου στην Παναγία και το χαρακτικό αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας, έργο του Τηνίου ζωγράφου Φραγκίσκου Δεσίπρη (1858).

Το πλούσιο σκευοφυλάκιο του Ιδρύματος περιλαμβάνει μέρος μόνο των αφιερωμάτων, κυρίως έργα εκκλησιαστικής αργυροχοΐας και χρυσοκεντητικής, εκτεθειμένα σε κομψές προθήκες. Άξια προσοχής είναι ο σταυρός αγιασμού, εύρημα και αφιέρωμα των Ελλήνων στρατιωτών της Κλεισούρας το 1940, η παλαιά αργυρεπίχρυση θήκη της Αγίας Εικόνας (Βενετία 1830) με επίστεψη Αγγέλων του Νικηφόρου Λύτρα, ο Χρυσοκέντητος Επιτάφιος της Κοκόνας Ρολογά, ονομαστής χρυσοκεντήστρας της πόλης, έργο του 1833 και η διαθήκη των Κτητόρων, δηλαδή ο πρώτος κανονισμός λειτουργίας του Ιερού Ιδρύματος, που θέσπισαν οι Κτήτορες-Επίτροποι, σε αργυρή στάχωση.

Η πινακοθήκη του ναού συγκροτήθηκε το 1961 από δωρεά προς το ίδρυμα και περιλαμβάνει πολλά και σημαντικά έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Ξεχωριστή σημασία έχουν τα έργα των δύο μεγαλύτερων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα, των Τηνίων Νικηφόρου Λύτρα (Βοσκός, Αράπης, Τοπίο, Προσωπογραφία Ανδρός, Προσωπογραφία Γυναικός, Η Χωριάτισσα) και Νικολάου Γύζη (Πηνελόπη Γύζη, Η Μητέρα μου Κυρά-Ταρώ).

Στο τελευταίο τμήμα του χώρου εκτίθεται συλλογή από βαρύτιμα ευρωπαϊκά κομψοτεχνήματα, αφρικανικά σκαλισμένα ελεφαντόδοντα (αφιερώματα ομογενών), καθώς και οι προσωπογραφίες της οικογένειας του δωρητή.

Το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών περιλαμβάνει έργα γλυπτικής και ζωγραφικής Τηνίων και ιδρύθηκε το 1930. Ένα μόνο μέρος των έργων προέρχεται από αγορές του ιδρύματος, ενώ πολλά από τα έργα έχουν δωριθεί από τους ίδιους τους δημιουργούς του, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υποτροφίες που τους χορηγήθηκαν από το ίδρυμα για να σπουδάσουν.

Ανάμεσα σε πολλούς σημαντικούς Τήνιους γλύπτες, παρουσιάζονται έργα των αδερφών Φυτάλη, του Γεωργίου Βιτάλη, του Δημ. Φιλιππότη και του Λάζαρου Σώχου.

Χάρτης