Μετά το αίσιον τέλος του προξενιού, το δόσιμο των χεριών, τη σύνταξη πρόχειρου προικοσυμφώνου, τα διαδόματα και τους αρρεβώνες, σειρά είχε ο γάμος.

Ο ορισμός της ημερομηνίας του γάμου σήμαινε γενική κινητοποίηση όλων των μελών και των δύο οικογενειών, αλλά και των συγγενών και των γειτόνων και φίλων για να προετοιμαστούν όλα όσα αφορούσαν το γάμο.

Έπρεπε να ταχτοποιηθούν τα προικιά, να καλεστούν οι γαμιώτες, να συγυριστούν τα σπίτια, να ραφτεί το νυφικό, να ειδοποιηθούν τα όργανα, να προετοιμαστούν όλα τα χρειώδη για τα τραπέζι και γενικότερα να ευρίσκονται όλοι σε κατάσταση ετοιμότητας για την επίλυση και παντός άλλου προβλήματος.

Την τελευταία εβδομάδα πριν το γάμο ο γαμπρός δεν πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Στο σπίτι της νύφης ετοίμαζαν τα προικιά. Τα χοντρικά τα έδεναν σε μεγάλα δέματα, με τις δαντέλες να εξέχουν για να δείχνουν όμορφα. Τα ψιλικά τα τοποθετούσαν μέσα σε μπαούλα.

ΤΕΤΑΡΤΗ

Την Τετάρτη προσκαλούσαν τους συγγενείς και τους φίλους για το γάμο, στέλνοντάς τους ένα κλωνάρι βασιλικό και ένα γαρύφαλλο.

Οι προσκαλούμενοι τους κερνούσαν γλυκό και τους έδιναν αβγά, για να φτιάξουν με αυτά δίπλες.

ΠΕΜΠΤΗ

Η οικογένεια του γαμπρού άρχιζε τις προετοιμασίες από την Πέμπτη. Το πρωί έφτιαχναν τους κουραμπιέδες. Σ` όλη αυτή την προετοιμασία, πρωτοστατούσαν η μάνα του γαμπρού και η γριά γιαγιά του (αν, βέβαια, υπήρχε ακόμη στη ζωή).

Την ίδια μέρα ζύμωναν και τις πίττες του γάμου. Ύστερα άλλες γυναίκες μαζί και νέες κοπέλες, έφτιαχναν με ζυμάρι ένα σωρό στολίδια πάνω στις πίτες, που έπειτα τις πασπάλιζαν με σουσάμι (για πολυγονία του ζευγαριού) και τις άλειφαν με άφθονο μέλι. Αυτές ήταν οι «μελόπιτες».

Έφτιαχναν πάνω στις πίττες αγγελάκια και ανθρωπάκια που χόρευαν. Επίσης έφτιαχναν σταφύλια, πουλιά, σπίτια, άστρα, δέντρα, κλαριά" και πλήθος άλλα στολίδια. Στη μια πίττα μάλιστα, το "δώρο" του γαμπρού στη νύφη, έφτιαχναν δύο όμορφα πουλιά, ανάμεσα στα οποία ήταν "μια μικρή καρδιά" και πάνω απ' αυτή γραμμένο το όνομα του γαμπρού.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Την άλλη μέρα, την Παρασκευή, ζύμωναν τα ψωμιά του γάμου (τα κουλουρόψωμα). Είχαν διαλέξει και καθαρίσει από προχτές το σιτάρι και, με τις σχετικές ευχές, το είχανε πάει στο νερόμυλο του χωριού.

 

Το γλέντι την παραμονή του γάμου

Το Σάββατο έσφαζαν τα σφαχτά και πρώτα το «κανίσκι», δηλαδή το αρνί που θα πήγαινε ο γαμπρός δώρο στο σπίτι της νύφης.

Την ίδια μέρα έφτιαχναν και τις δίπλες, ενώ το βράδυ συγκεντρώνονταν οι στενοί συγγενείς και έκαναν το πρώτο γλέντι. Ο καθένας έφερνε και το δώρο του. Άλλος κρέας, άλλος βακαλάο, άλλος κρασί, τσίπουρο ή κάποιο άλλο ποτό, κλπ..

Μετά το φαγοπότι άρχιζαν "τα τραγούδια της τάβλας" και το χορό.

Τη βραδιά εκείνη έκαναν την εμφάνισή τους και τα όργανα του γάμου: κλαρίνο και λαούτο.

 

Το στόλισμα του γαμπρού και της νύφης

Οι μελλόνυμφοι κατά την ημέρα του γάμου τους έπρεπε να είναι ντυμένοι στην «τρίχα» και έτσι γινόταν. Ο γαμπρός φορούσε τα καλά του και, αν δεν είχε καλά ρούχα, φρόντιζε να φτιάξει ή και να δανειστεί.

Το στόλισμα του γαμπρού είχε να κάνει κυρίως με το κούρεμα, το ξύρισμα και το χτένισμά του.

Πρώτα-πρώτα κάθιζαν το γαμπρό (συνήθως) πάνω σ' ένα κρασοβάρελο, απ' αυτά που οι γυναίκες του χωριού κουβαλάγανε το νερό από τη βρύση. Κατά το κούρεμα και το ξύρισμα έπαιζαν και τα όργανα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι πλησίαζαν το γαμπρό, τον "ασήμωναν" στο μέτωπο με κάποιο νόμισμα, και του εύχονταν να ζήσει ευτυχισμένος.

Το στόλισμα της νύφης ήταν σωστή ιεροτελεστία. Όλες οι φιλενάδες της ήταν δίπλα της και φρόντιζαν για τα πάντα. Ιδιαίτερα επιμελημένο ήταν και το χτένισμα της νύφης. Αυτό το αναλάμβαναν επιτήδειες γυναίκες και τα τελευταία χρόνια οι κομμώτριες.

Κατά τη διάρκεια του στολισμού η νύφη ζητούσε την ευχή των γονέων της, που αποτελούσε και το πιο πολύτιμο δώρο.

Στο σπίτι της νύφης, ο τόνος των τραγουδιών του γάμου ήταν μελαγχολικός (με αρκετές βέβαια εξαιρέσεις), λόγω του οριστικού χωρισμού, που θα γινόταν σε λίγη ώρα, ανάμεσα σ' αυτήν και το πατρικό της σπίτι. Π.χ.

Εκεί που πας νυφούλα μου

σαν δέντρο να ριζώσεις

και σαν μηλιά γλυκομηλιά

τους κλώνους σου ν' απλώσεις.

Να κάνεις γιους γραμματικούς

και πλούσιες θυγατέρες.

………………………………………………………

Νύφη μας εκείθε που θα πας

σ' ανώγεια και κατώγεια

την πεθερά να σκέφτεσαι

και να 'χεις λίγα λόγια.

 

Ο δρόμος προς την εκκλησία

Την Κυριακή μαζεύονταν όλοι οι καλεσμένοι με τα δώρα τους στα δύο σπίτια, έρχονταν οι οργανοπαίχτες και άρχιζε το γλέντι. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι στο σπίτι του γαμπρού, αυτός με πέντε-έξι νέους και τους οργανοπαίχτες πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου και τον συνόδευαν μαζί με τους δικούς του στο σπίτι. Τους πρόσφεραν γλυκό και τους κερνούσαν από το καλύτερο κρασί.

Μετά το συμπεθεριό ξεκινούσε για το σπίτι της νύφης.

Πριν το μεσημέρι ξεκίναγαν όλοι να πάνε στο σπίτι της νύφης. Ένας μονάχα δεν μπορούσε να λάβει μέρος, ο γαμπρός. Τούτη τη μέρα γαμπρός και νύφη θα αντικριστούν μόνο το απόγευμα, την ώρα που θα πήγαιναν να παραλάβουν τη νύφη.

Το ξεκίνημα και η πορεία για το σπίτι της νύφης δεν ήταν γεγονός τυχαίο, ούτε και μπορούσε να γίνει όπως και όπως. Μπροστά πήγαιναν τα δύο όργανα: κλαριντζής και λαουτιέρης, παίζοντας γνωστό σκοπό του γάμου. Ακολουθούσαν τρία παιδιά με τα κάνιστρα (πανέρια) στο κεφάλι. Το πρώτο κάνιστρο είχε ένα πιάτο κουραμπιέδες και ένα μπουκάλι ποτό, συνήθως μαστίχα. Το δεύτερο είχε τα νυφικά φορέματα και το τρίτο τις χάρες για τους γονείς και τα αδέλφια της νύφης, συνήθως παπούτσια. Τα παπούτσια της νύφης δεν τα έβαζαν στο κάνιστρο. Τα κρατούσε ένας εξάδελφος ή στενός φίλος του γαμπρού, ο «μπουραζέρης», που θα τα φορούσε ο ίδιος στη νύφη. Τα κουβαλούσε μέσα σ` ένα ομορφοφτιαγμένο υφαντό σακούλι. Ακολουθούσαν τρεις καβαλάρηδες, που στα ζώα τους θα φόρτωναν τα προικιά. Ο πρώτος είχε στο ζώο του και το «κανίσκι» στολισμένο με τριαντάφυλλα. Κοντά έρχονταν οι οργανοπαίχτες και ακολουθούσε ο γαμπρός με τους γονείς του, τον «μπουραζέρη» και όλο το συμπεθεριό.

Στο σπίτι της νύφης η υποδοχή θερμή και σύντομη. Φτάνοντας στο σπίτι της νύφης, άκουγαν και εκεί τραγούδια. Και εδώ οι συγγενείς είχαν μαζευτεί και το είχαν στήσει στο γλέντι.

Ο γαμπρός ανέβαινε πάνω στη σκεπή του σπιτιού, στο μέρος που είναι πάνω από την πόρτα κι εκεί αναποδογύριζε μερικά κεραμίδια και έριχνε ένα για να σπάσει. Έκανε έτσι δυναμική επίδειξη εναντίον των δαιμονικών όντων που τυχόν σύχναζαν στο σπίτι της νύφης.

Στο κατώφλι του σπιτιού τους υποδεχόταν η νύφη, η μάνα της και ο πατέρας της, τ΄ αδέλφια της και οι άλλοι. Σ΄ αυτούς που κράταγαν τα δώρα, η μάνα της νύφης κάρφωνε στο αριστερό μέρος του στήθους τους, από ένα μεταξωτό μαντίλι. Ήταν τούτο έθιμο παλιό και σημαντικό. Το μαντίλι εκείνο έπρεπε να το διατηρούν καρφωμένο στο στήθος σ΄ όλη την κατοπινή διαδρομή, ως το γυρισμό στο σπίτι του γαμπρού.

Οι επιτετραμένοι στο σπίτι της νύφης παραλάμβαναν τα δώρα, έδιναν το κάνιστρο με τα νυφικά στα κορίτσια που θα στόλιζαν τη νύφη και σέρβιραν στο γαμπρό και στους συμπεθέρους τον κουραμπιέ και τα σχετικά.

Όταν η νύφη ήταν έτοιμη, ειδοποιούσαν τον μπουραζέρη, που της φορούσε τα παπούτσια και προσπαθούσε να τη φιλήσει. Οι κοπέλες όμως αγρυπνούσαν και προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν κτυπώντας τον με τα χέρια τους στο κεφάλι. Πολλοί κατόρθωναν να τη φιλήσουν και βγαίνοντας από την πόρτα έλεγαν στους άλλους που περίμεναν : «τη φίλησα, τη φίλησα». Εκείνοι που δεν το πετύχαιναν έβγαιναν κατακόκκινοι και αναμαλλιασμένοι από τα χτυπήματα.

Στο σπίτι της νύφης έμεναν πολύ λίγο, ίσα-ίσα να προφτάσουν να τους κεράσουν γλυκά, προπάντων κουραμπιέδες, μεζέδες και κρασί. Προτού να φύγουν οι συγγενείς του γαμπρού, έπρεπε να πουν ένα τραγούδι και να φέρουν μια γύρα χορό.

Αφού πια η νύφη ήταν έτοιμη, ξεκινούσε πρώτα ο γαμπρός με τους δικούς του για την εκκλησία. Πάντα μπροστά τα όργανα, πίσω ο γαμπρός και ξωπίσω όλοι οι άλλοι. Σ' ολόκληρη τη διαδρομή ως την εκκλησιά, ο γαμπρός δεν έμενε μοναχός. Δεξιά κι αριστερά του τον κρατούσαν αγκαζέ δύο παλικάρια, ο κουμπάρος κι ο παρακούμπαρος. Φτάνοντας εκεί, περίμενε στην πόρτα ώσπου να έρθει η νύφη.

Λίγο μετά ξεκινούσε για την εκκλησιά η συνοδεία της νύφης. Ίδια διάταξη κι εδώ. Μόνο που εδώ την κρατούσαν οι δύο στενότεροι δικοί της, ο πατέρας της κι ο αδελφός της. Περνώντας από κάποια βρύση έπρεπε η νύφη να ρίξει λεφτά στη βρύση. Φτάνοντας στην πόρτα της εκκλησίας ο πατέρας της νύφης την παρέδιδε στο γαμπρό.

Ο γαμπρός φιλούσε τη νύφη και έμπαιναν στην εκκλησιά. Η νύφη φρόντιζε ειδικά τη στιγμή εκείνη να μπει με το δεξί πόδι. Το ίδιο έκανε κι ο γαμπρός. Για να τους έρθουν όλα δεξιά και καλά.

Η τελετή της στέψης είναι πασίγνωστη. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου η νύφη προσπαθούσε να πατήσει με τρόπο το πόδι του γαμπρού, γιατί πίστευαν ότι έτσι μπορεί να είχε τον πρώτο λόγο στο σπίτι.

Βγαίνοντας απ' την εκκλησιά, ακολουθούσαν οι αναμνηστικές φωτογραφίες κι άρχιζε ο χορός στην αυλή της εκκλησίας. Χόρευε πρώτος ο κουμπάρος που τον βοηθούσε η νύφη, ύστερα αυτή, μετά ο γαμπρός και στη συνέχεια οι γονείς και οι στενοί συγγενείς, τους οποίους βοηθούσε όλους η νύφη.

Κατά τη διάρκεια του χορού οι τρεις που είχαν τα ζώα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και φόρτωναν τα προικιά. Τα προικιά φορτώνονταν με τάξη. Στο πρώτο ζώο φόρτωναν τα μπαούλα με τα χοντρόρουχα του ύπνου, κιλίμια, βελέντζες, κουβέρτες και πάνω τους όμορφα μαξιλάρια. Πίσω ακολουθούσαν δύο καινούργια μπαούλα, γιομάτα με σεντόνια κι εργόχειρα της νύφης. Πιο πίσω άλλα είδη: καινούργιοι τεντζερέδες, χαλκώματα και βέβαια η σιδεροστιά. Τρία παιδιά έπαιρναν από ένα μαξιλάρι της φιγούρας στο κεφάλι τους κι από ένα κάνιστρο. Το πρώτο κάνιστρο είχε τα γλυκά και το ποτό, το δεύτερο υφαντά υφάσματα για ανδρικά εσώρουχα και πουκάμισα και το τρίτο υφαντά υφάσματα για μεσοφόρια και φουστάνια, δώρα της νύφης στον πεθερό και στην πεθερά. Καθώς προχωρούσε η πομπή, έβγαιναν οι νοικοκυρές στα παραθύρια και στα μπαλκόνια κι έριχναν πάνω στα προικιά χουφτιές το σιτάρι ή το ρύζι. Το ίδιο έκανε και η μάνα του γαμπρού, όταν τα προικιά έφταναν στην αυλή της.

Έρχονταν στην εκκλησία σταματούσε ο χορός και ξεκίναγαν τα νιογάμπρια με το συμπεθεριό για το σπίτι του γαμπρού.

Η είσοδος των νεόνυμφων στο σπίτι του γαμπρού ήταν σημαδιακή ενώ όλοι επευφημούσαν, χειροκροτούσαν και τραγουδούσαν:

 

Σ` αυτό το σπίτι που `ρθαμε

Καλέ, σήμερα.

Πολλοί `ναι μαζεμένοι,

Σαν τη χαρά θα γένει:

Παντρεύεται ο Αυγερινός, καλέ σήμερα,

Την πούλια κάνει ταίρι

Και τα` άστρα συμπεθέροι.

Κόρη, πόσο τα` αγόρασες,

Καλέ σήμερα,

Αυτό το παλικάρι,

Να τα` αγοράσουν κι άλλοι:

Χίλια φλουριά τα` αγόρασα,

Καλέ σήμερα

Και πεντακόσια γρόσια,

Για την καλή σου γλώσσα.

 

Στην εξώπορτα της αυλής ο πεθερός έριχνε κάτω το υνί του αρότρου, για να πατήσει πάνω η νύφη. Η νύφη πατούσε το σίδερο για να είναι σιδερένια και έσπαζε ένα ρόδι για να είναι καρπερή σαν το ρόδι.

Στην είσοδο του σπιτιού περίμενε η πεθερά με ένα ποτήρι μέλι, για να δώσει μια κουταλιά μέλι στα νιογάμπρια (να τα μελώσει), ώστε να είναι γλυκιά η ζωή τους. Ήταν μια θερμή ευχή τούτο

Στον βορινό τοίχο μέσα στη σάλα του σπιτιού, είχαν στεριώσει ένα σεντόνι στολισμένο με λουλούδια και ρόδια, «το νυφοστόλι» και κάτω απ` αυτό είχαν δυο καρέκλες, στις οποίες κάθονταν οι νεόνυμφοι.

Αφού έμπαιναν η νύφη και ο γαμπρός και κάθονταν, έβαζαν στην αγκαλιά της νύφης ένα μικρό αγοράκι, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς. Ήταν τούτο μια προφητική μαγική εκδήλωση, που έδειχνε ότι, τώρα που τελείωσε ο γάμος, το φυσιολογικό αναμενόμενο αποτέλεσμα θα είναι ένα παιδί. Ένας γιος κι όχι μια κόρη!

Μπροστά στα νιογάμπρια όρθιοι οι οργανοπαίχτες έπαιζαν το νυφιάτικο τραγούδι:

 

Σήμερα λάμπει ο ουρανός

Σήμερα λάμπει η μέρα

Σήμερα στεφανώνεται

Αϊτός την περιστέρα.

Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός

Να ζήσει και ο κουμπάρος

Όπου τα εστεφάνωσε

Τα δυο τα αγαπημένα.

Να ζήσουν να γεράσουν

Και να `ναι ευτυχισμένα

Να ζήσουν χρόνους εκατό

Και να τους ξεπεράσουν

Να κάνουν τους εννιά υιούς

Τη μια τη θυγατέρα.

 

Όταν τελείωνε το τραγούδι, όλοι εύχονταν δυνατά: «Να ζήσετε, να ζήσετε!» Οι γονείς και τα αδέλφια του γαμπρού τους εύχονταν και τους φιλούσαν και η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού, της πεθεράς και των ενήλικων αδελφών, ενώ τους έραιναν με ρύζι και τριαντάφυλλα.

Στη συνέχεια προσέφεραν από τα γλυκά της νύφης και άρχιζε ο χορός και το γλέντι ως τα ξημερώματα..... Ετοίμαζαν το τραπέζι και κάθονταν για φαγητό. Μετά το φαγητό έκαναν τα «πιστρόφια». Ξεκινούσαν όλοι από το σπίτι του γαμπρού και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου έπιναν τα ποτηράκια τους και χόρευαν. Όταν έφευγαν από το σπίτι της νύφης και πριν ακόμα φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού, ξεκινούσαν οι συγγενείς της νύφης για να ανταποδώσουν την επίσκεψη. Στο σπίτι του γαμπρού τους περίμεναν, τους κερνούσαν και χόρευαν πάλι όλοι μαζί.

Το γλέντι συνεχιζόταν, τρεις μέρες, πότε στο σπίτι του γαμπρού και πότε στης νύφης. Ήταν τα λεγόμενα «πιστρόφια».

Όταν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, τότε οι καλεσμένοι του γαμπρού ξεκινούσαν καβάλα στα άλογα και στα μουλάρια. Σκέπαζαν τα σαμάρια με πολύχρωμα κιλίμια και πλεκτές κουβέρτες, στόλιζαν το κεφάλι του ζώου με τριαντάφυλλα καθώς και την τσιότρα (ξύλινο δοχείο για κρασί) που την κρεμούσαν στο μπροστάρι. Ξεκινούσαν τραγουδώντας διάφορα τραγούδια εναλλάξ, μια φορά οι άντρες το στίχο και μια οι γυναίκες. Μπροστά πήγαιναν τα παιδιά με τα κάνιστρα, μετά ο κανισκέρης που είχε φορτωμένο το κανίσκι και ακολουθούσαν ο γαμπρός, οι κουμπάροι, ο μπουραζέρης, οι γονείς και οι υπόλοιποι.

Φτάνοντας στο σπίτι της νύφης, οι καλεσμένοι της έβγαιναν και προϋπαντούσαν τους συμπεθέρους και τακτοποιούσαν τα ζώα.

Όταν έμπαιναν στο σπίτι, τους σέρβιραν τον κουραμπιέ με το ρακί και άρχιζαν το χορό μέχρι να ετοιμαστεί η νύφη. Το πρώτο τραγούδι που έλεγαν ήταν :

 

Εδώ αχ εδώ

Εδώ στο σπίτι που `ρθαμε

Εδώ στο σπίτι που `ρθαμε

Πέτρα να μη ραγίσει

Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού

Χίλια χρόνια να ζήσει.

Πήγαιναν στην εκκλησία, γινόταν το μυστήριο, έφερναν ένα άσπρο άλογο για να καβαλικέψει η νύφη, ανέβαιναν και οι υπόλοιποι στα άλογά τους και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής τραγουδώντας:

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε

Να φάμε και να πιούμε

Παρά σας αγαπούσαμε

Κι ήρθαμε να σας δούμε.

Τα πιστρόφια γίνονταν την άλλη Κυριακή.

Έτσι άρχιζε η ζωή μιας νέας οικογένειας στο χωριό.