Όταν τελείωνε η συζήτηση για την προίκα, ευνοϊκά βέβαια, τότε έδιναν όλοι τα χέρια, εύχονταν και φιλιόνταν. Αμέσως δυνάμωναν το φως και έπεφτε η πρώτη τουφεκιά για να χαρούν οι φίλοι και να σκάσουν οι οχτροί, όπως λέγανε τότε. Αμέσως μετά ο πατέρας της νύφης έδινε εντολή να τραταριστούνε. Η νύφη αμέσως έφερνε λουκούμι και δροσερό νερό να φάνε και να γλυκαθούνε όπως συνηθίζανε τότε κατά το έθιμο. Αν δεν είχε περάσει πάρα πολύ η νύχτα τότε ακολουθούσε και τραπέζι. Τα φαγητά τα είχαν πάντα έτοιμα από την ημέρα. Τρώγανε και πίνανε με μεγάλη χαρά ως το πρωί. Μόλις τελείωνε η χαρά αυτή και έφεγγε η μέρα έφευγαν οι συμπέθεροι και ο γαμπρός για τα σπίτια τους χαρούμενοι . Έκαναν στη συνέχεια ανταλλαγή επισκέψεων και το γλέντι συνεχιζόταν. Οι νέοι θεωρούνταν λογοδοσμένοι και την Κυριακή πήγαιναν μαζί με τους γονείς τους στην εκκλησία.

Τραγούδια του συνοικεσίου

Στην αρχή τραγουδούσαν τραγούδια της τάβλας.

 

Διαμαντούλαμ'

—Κάτω στα δασιά πλατάνια στην Κρυόβρυση

—Κάθονταν δυό παλληκάρια και μια λυγερή

—Κάθονταν τρώγαν και πίναν και την ξέταζαν

—Διαμαντούλαμ' τ' είσαι τέτοια κίτρινη

—Κίτρινη σαν το λεμόνι και σαν το φλουρί

—Μην ο ίσκιος σε πατάει μην τ' αφάντιασμα

—Ουδ' ο ίσκιος με πατάει ουδ' αφάντιασμα

Με πατάει το παλληκάρι τα μεσάνυχτα.

 

Συνέχεια και άλλο τραγούδι της τάβλας.

 

Εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη

Αφήνω γεια στις όμορφες και για στις βλαχοπούλες

Κι εγώ θα πάω στα Γιάννενα στον Μπέη τα σαράγια

—Γεια σου χαρά σον μπέη μου, καλώς τηνε τη βλάχα

Εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη η βλάχα η παινεμένη

πώχω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια

—Λύκος να φάει τα πρόβατα κι τσάκαλος τα γίδια.

Βλέπεις κείνο το βουνό το πέρα και το δώθε

—Στο πέρα είναι τα πρόβατα στο δώθε είν' τα γίδια

Κι ανάμεσα στα δυό βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν

Οι εξ αλέθουν με νερό κι έξι με το γάλα

κι στον αφρό του γάλατος τρία κορίτσια πλένουν

Η μία πλένει τους άρρωστους η άλλη τους λαβωμένους

Κι η τρίτη η καλύτερη τους αρραβωνιασμένους.

 

Τραγουδούσαν και ένα σωρό άλλα κατάλληλα τραγούδια. Άμα τέλειωνε το βραδινό εκείνο γλέντι κι άνοιγαν οι πόρτες, άρχιζαν οι επισκέψεις και οι ευχές των χωριανών. «Καλά στέφανα και στα υπόλοιπα», «γρήγορα στα στεφανώματα να χαρούμε».

Το τραγούδι παρακάτω το τραγουδούσαν όσο να φθάσουν σπίτι τους. Το τραγουδούσαν και για το λόγο να μάθει όλο το χωριό το καλό χαμπέρι.

 

Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια

τώρα οι πέρδικες συχνά λαλούν και λένε

ξύπνα αφέντη μου ξύπνα γλυκεία μ 'αγάπη