«ΚΑΛΑΝΤΑ»

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο παπάς και τα παιδιά του Δημοτικού ψέλνουν στην αγορά του χωριού ή στο σχολειό χριστουγεννιάτικα κάλαντα και τραγούδια, μπροστά σ’ ένα δένδρο στολισμένο με μπαλόνια. «Καλήν εσπέραν, άρχοντες…» τραγουδούν με τις γλυκές φωνούλες τους τα παιδιά κι αγιάζουν οι καρδιές από κατάνυξη κι ελπίδα για ένα νιογέννητο κι αγνό κόσμο.

Το κόψιμο της βασιλόπιτας, με την έλευση του νέου χρόνου στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, αποτελεί πραγματική οικογενειακή ιεροτελεστία. Ο πατέρας, αφού τη σταυρώσει τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε φέτες: «τ’ Χριστού, τ’ς Παναγιάς, τ’ Άγιου Βασίλ’ , τ’ σπ’κιού, τ’ς μπακής, τ’ πατέρα, τ’ς μάνας...» και όλων των άλλων μελών της οικογένειας κατά ηλικία, παρόντων και μη. Δεν παραλείπουν να κόψουν και το κομμάτι των κτημάτων, των ζώων του σπιτιού και τέλος του φτωχού, που φροντίζουν να το δώσουν σε κάποιον φτωχό την άλλη μέρα ή να το αφήσουν στη βρύση. Ο τυχερός που θα βρει «κ’ παράδα» πρέπει να κοιμηθεί «σκ’ μπακή, μέσα στ’ άχυρα», για να σκορπίσει η τύχη του στην αποθήκη με τα γεννήματα (εμπατή>μπακή) και να είναι γεμάτη όλη τη χρονιά. Το τυχερό νόμισμα το βάζει στο εικόνισμα ή στο πορτοφόλι του και το κρατά όλο το χρόνο, για να του φέρνει γούρι. Για να μην κλαίνε τα μικρά παιδιά, αν δεν βρουν τον παρά, οι γονείς τους τρυπώνουν κρυφά στο κομμάτι τους ένα νόμισμα, την«τρυπουκήρα». Τα κομμάτια του Χριστού, της Παναγιάς και του Αγίου Βασιλείου τα φυλάγουν για το ποδαρικό. Το κομμάτι των ζώων το ταΐζουν στα οικόσιτα ζώα τους, γιατί«θα περάσει το βράδυ ο Άγιος Βασίλης, θα ρωτήσει τα ζώα αν έφαγαν κι αυτά από την πίτα του και θα τα ευλογήσει».